Αρτηρίες κορμού

Ανιούσα αορτή και αορτικό τόξο

Η ανιούσα αορτή έχει μήκος 5 εκατοστά περίπου. Αρχίζει από το αρτηριακό στόμιο της αριστερής κοιλίας , αντίστοιχα προς το κάτω χείλος του τρίτου πλευρικού χόνδρου. Μαζί με το στέλεχος της πνευμονικής αρτηρίας περιβάλλεται από το περικάρδιο. Κλάδοι της είναι οι στεφανιαίες αρτηρίες. Η αριστερή στεφανιαία αρτηρία δίνει τον πρόσθιο κατιόντα  και τον περισπώμενο κλάδο και η αριστερή τον οπίσθιο κατιόντα κλάδο και τον οριζόντιο κλάδο. Ο αυλός της ανιούσας αορτής έχει διάμετρο περίπου 3 εκατοστά και εμφανίζει κατά την έκφυση της ένα ανεύρυσμα που αντιστοιχεί στους 3 μηνοειδείς κόλπους της αορτικής βαλβίδας και λέγεται βολβός της αορτής. Πολλές φορές παρατηρείται και δεύτερο ανεύρυσμα του αυλού, στο όριο ανιούσας αορτής και αορτικού τόξου, ο μέγιστος κόλπος (ιδιαίτερα σε άτομα μεγάλης ηλικίας). Το αορτικό τόξο αρχίζει από το στόμιο έκφυσης της ανώνυμης αρτηρίας (πίσω από την λαβή του στέρνου) και φθάνει μέχρι το στόμιο της αριστερής υποκλειδίου αρτηρίας ή μέχρι τον ισθμό της αορτής που είναι τμήμα της αορτής, αμέσως πιο πάνω από την πρόσφυση του αρτηριακού συνδέσμου (κάτω χείλος τετάρτου πλευρικού χόνδρου), όπου η διάμετρος του αυλού είναι μικρότερη Το μήκος του αορτικού τόξου είναι περίπου 5 εκατοστά και το εύρος του αυλού του είναι στην αρχή 2,5-3 εκατοστά και στο τέλος φθάνει τα 2-2,5 εκατοστά. Τα αορτικά τόξα χώρίζονται σε 3 τύπους ανάλογα με το επίπεδο έκφυσης των μεγάλων αρτηριών

Κλάδοι του αορτικού τόξου είναι οι εξής:

  • Ανώνυμη αρτηρία
  • Αριστερή κοινή καρωτίδα
  • Αριστερή υποκλείδιος αρτηρία

Στο αορτικό τόξο τύπου Ι, τα μεγάλα αγγεία εκφύονται στο επίπεδο της νοητής γραμμής που αντιστοιχεί στο άνω όριο του αορτικού τόξου. Στο αορτικό τόξο τύπου ΙΙ, τα αγγεία εκφύονται μεταξύ των 2 νοητών γραμμών που αφορίζουν το άνω και κάτω όριο του αορτικού τόξου, ενώ στο αορτικό τόξο τύπου ΙΙΙ, τα αγγεία εκφύονται κάτω από την νοητή γραμμή που αφορίζει το κατώτερο όριο του τόξου. Ο αγγειοχειρουργός πριν από κάθε ενδαγγειακή αποκατάσταση υψηλόβαθμης στένωσης της έσω καρωτίδας αρτηρίας οφείλει να αξιολογεί τον τύπο του αορτικού τόξου και την ύπαρξη επασβεστώσεων στην θωρακική αορτή και το αορτικό τόξο. Αορτικό τόξο τύπου ΙΙΙ αποτελούν αντένδειξη για την διενέργεια της ενδαγγειακής μεθόδου (CAS).

Ο ισθμός της αορτής αποτελεί τη θέση όπου κινητό τμήμα (αορτικό τόξο και ανιούσα αορτή) καταλήγει σε ένα καθηλωμένο τμήμα (κατιούσα αορτή) γι΄αυτό και αποτελεί συνηθισμένη εντόπιση τραυμάτων και ρήξεων της αορτής μετά από κακώσεις του στέρνου λόγω απότομης επιβράδυνσης.

Θωρακική αορτή

 Η θωρακική αορτή αποτελεί συνέχεια του αορτικού τόξου και εκτείνεται από το κάτω χείλος του σώματος του 4ου θωρακικού σπνδύλου μέχρι το αορτικό τμήμα του διαφράγματος (8ος θωρακικός σπόνδυλος) όπου μεταπίπετει στην κοιλιακή αορτή. Από την θωρακική αορτή εκφύονται οι μεσοπλεύριες αρτηρίες και η υποπλεύριος αρτηρία (τοιχωματικοί κλάδοι), οι περικαρδιακοί κλάδοι, οι βρογχικές αρτηρίες, οι οισοφαγικές αρτηρίες και οι οπίσθιοι μεσοπνευμόνιοι κλάδοι (σπλαγχνικοί κλάδοι).

Η αιμάτωση  του νωτιαίου μυελού είναι εξαιρετικά πολύπλοκη αλλά θα πρέπει να  είναι γνωστή στον αγγειοχειρουργό ιδιαίτερα κατά την αντιμετώπιση των θωρακικών και θωρακοκοιλιακών ανευρυσμάτων. Θα ήταν μάταιο να γίνει λεπτομερής ανάλυση της αιμάτωσης του νωτιαίου μυελούς για δύο λόγους, πρώτον είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και δυσνοήτη και δεύτερον δεν υπάρχει πρακτικό όφελος από την λεπτομερή εκμάθηση της. Γενικά, θα πρέπει να φανταστούμε την αιμάτωση του νωτιαίου μυελού ως τρεις επιμήκεις αρτηριακούς άξονες που λαμβάνουν αίμα από διάφορες αρτηρίες κατά μήκος του νωτιαίου μυελού. Πιο συγκεκριμένα, ο πρώτος επιμήκης αρτηριακός άξονας  εντοπίζεται στην πρόσθια επιφάνεια του νωτιαίου μυελού και οι δύο υπόλοιποι επιμήκεις αρτηριακοί άξονες εντοπίζονται οπισθοπλάγια του νωτιαίου μυελού. Οι αρτηριακοί άξονες είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος στην αυχενική και οσφυική μοίρα ενώ είναι αρκετά μικρότεροι στην θωρακική μοίρα γι΄αυτό και η παροχή αίματος στο νωτιαίο μυελό είναι πιο φτωχή στο επίπεδο μεταξύ του 4ου και 9ου θωρακικού σπονδύλου.

Οι 3 επιμήκεις αρτηριακοί άξονες που σχηματίζουν το αρτηριακό δίκτυο του νωτιαίου μυελούς αναλύονται ως εξής:

Πρόσθιος επιμήκης αρτηριακός άξονας που αποτελείται πρακτικά από την πρόσθια νωτιαία αρτηρία η οποία αιματώνει τα πρόσθια 2/3 του νωτιαίου μυελού.

Οπίσθιοι επιμήκεις αρτηριακοί άξονες (2) αποτελούνται από τις 2 οπίσθιες νωτιαίες αρτηρίες που αιματώνουν το οπίσθιο 1/3 του νωτιαίου μυελού.

Οι παραπάνω αρτηριακοί άξονες αποτελούν τον κορμό της αιμάτωσης του νωτιαίου μυελού και δέχονται πολλαπλές συνδέσεις με διάφορες αρτηρίες κατά μήκος του νωτιαίου μυελού. Οι αρτηρίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτού του δαιδαλώδους αρτηριακού δικτύου του νωτιαίου μυελού είναι οι εξής:

Υποκλείδιος και σπονδυλική αρτηρία:  Οι νωτιαίοι κλάδοι συμβάλλουν στον σχηματισμό της πρόσθιας και των δύο οπίσθιων νωτιαίων αρτηριών στην αυχνενική μοίρα της σπονδυλικής στήλη. Η ίδια η σπονδυλική αρτηρία δίνει την πρόσθια και οπίσθια νωτιαία αρτηρία (που διχάζεται) σχηματίζοντας την αρχή των επιμήκων αρτηριακών αξόνων του νωτιαίου μυελού. Στην ενίσχυση των αρτηριακών αξόνων σε αυτό το επίπεδο συμβάλλουν οι νωτιαίοι κλάδοι του πλευραχενικού στελέχους (υποκλείδιος αρτηρία) και οι νωτιαίοι κλάδοι της ανιούσας αυχενικής αρτηρίας από το θυρεαυχενικό στέλεχος (υποκλείδιος αρτηρία)

Θωρακική και κοιλιακή αορτή: Από την θωρακική αορτή εκφύονται οι μεσοπλεύριες αρτηρίες που με διαδοχικές διακλαδώσεις δίνουν τις ριζικές αρτηρίες που σε αριθμό είναι έξι με οκτώ, δεν είναι σταθερές και συνδέονται με τους επιμήκεις αρτηριακοί άξονες του νωτιαίου μυελού. Η κοιλιακή αορτή δίνει τις οσφυικές αρτηρίες που είναι συνήθως 4 ζεύγη και με διαδοχικές διακλαδώσεις δίνουν τις νωτιαίες αρτηρίες οι οποίες συνδέονται και αυτές με τους επιμήκεις αρτηριακοί άξονες του νωτιαίου μυελού καθώς και την μέση ιερά αρτηρία η οποία αναστομώνεται με τις πλάγιες ιερές αρτηρίες από την έσω λαγόνιο αρτηρία. Η μεγαλύτερη από τις ριζικές αρτηρίες( οι οποίες είναι οι τελικές αρτηρίες πριν ενωθούν με τους αρτηριακούς άξονες του νωτιαίου μυελού) είναι η αρτηρία του Adamkiewicz η οποία εντοπίζεται στο διάστημα από τον 9ο θωρακικό έως τον 2ο οσφυικό σπόνδυλο. Η αρτηρία του Adamkiewicz ξεκινά στα 2/3 των περιπτώσεων ξεκινάει από κλάδους των οσφυικών και όχι των μεσοπλευρίων αρτηριών. – Έσω λαγόνιος αρτηρία: Στην αιμάτωση του κατωτέρου τμήματος των επιμήκων αρτηριακών αξόνων του νωτιαίου μυελού συμμετέχουν

Κοιλιακή αορτή

Η διάμετρος του αυλού της κυμαίνεται από 9-15 χιλιοστά. Εκτείνεται από το αορτικό τρήμα του διαφράγματος (ύψος κάτω χείλους 12ου θωρακικού σπονδύλου) μέχρι το ύψος του 4ου οσφυικού σπονδύλου.Εικόνα 1.0.8 ΚΟΙΛΙΑΚΗ ΑΟΡΤΗ.JPGΗ απόσχιση της κοιλιακής αορτής στις 2 κοινές λαγόνιες προβάλλεται στο κοιλιακό τοίχωμα λίγο πιο κάτω και αριστερά από τον ομφαλό. Η γωνία απόσχισης είναι 37 μοίρες περίπου. Η γωνία αυτή μεγαλώνει με την πάροδο της ηλικίας ως αποτέλεσμα της αύξησης του μεγέθους της αορτής ευνοώντας την ανάπτυξη αθηροσκληρωτικών βλαβών στο τοίχωμα της αορτής. Η κοιλιακή αορτή διαθέτει τοιχωματικούς κλάδους ( κάτω φρενικές αρτηρίες, οσφυικές αρτηρίες, μέση ιερά αρτηρία) καθώς και σπλαγχνικού κλάδους που είναι είτε διφυείς (Μέση επινεφρίδιο αρτηρία, νεφρική αρτηρία, έσω σπερματική αρτηρία), είτε μονοφυείς (κοιλιακή αρτηρία, άνω μεσεντέριος αρτηρία, κάτω μεσεντέριος αρτηρία).

Η άνω μεσεντέριος αρτηρία εκφύεται υπό οξεία γωνία και αποτελεί συνηθισμένη θέση εντόπισης εμβόλων που προκαλούν την απόφραξη της.

Η πιο σημαντική παράπλευρη κυκλοφορία μεταξύ κοιλιακής αρτηρίας και άνω μεσεντερίου αρτηρίας είναι οι αναστομώσεις της άνω παγκρεατοδωδεκαδακτυλικής (τελικός κλάδος της γαστροδωδεκαδακτυλικής αρτηρίας που είναι κλάδος της ηπατικής αρτηρίας) και κάτω παγκρεατοδωδεκαδακτυλικής (κλάδου της άνω μεσεντερίου αρτηρίας). Λόγω της επικοινωνίας αυτής, σε περιπτώσεις εμβολών της άνω μεσεντερίου αρτηρίας οι πιθανότητες ισχαιμικής νέκρωσης της νήστιδας είναι μικρότερες σε σχέση με την θρόμβωση της άνω μεσεντερίου που εντοπίζεται συνήθως μετά την έκφυση της άνω παγκρεατοδωδεκαδακτυλικής αρτηρίας.

Η επιχείλιος αρτηρία του κόλου (Drummond) δημιουργείται από την αναστόμωση των κυρίων κλάδων των αρτηριών που αιματώνουν το σύνολο του κόλου, των τριών κολικών, των σιγμοειδικών και της άνω αιμορροιδικής αρτηρίας και έχει την μορφή ενιαίου αρτηριακού στελέχους και εντοπίζεται κοντά στο μεσεντερικό χείλος του παχέος εντέρου.Εικόνα 1.0.9 Η απουσία της επιχειλίου αρτηρίας είναι σπάνια και θα πρέπει να θεωρείται ανατομική παραλλαγή. Η παράπλερη αυτή κυκλοφορία είναι ο λόγος που σε απόφραξη της μιας εκ των δύο αρτηριών (κάτω μεσεντέριος, άνω μεσεντέριος αρτηρία) δεν υπάρχει σχεδόν καμιά διαταραχή της αιμάτωσης του κόλου. Επίσης, αυτή η αρτηρία αποτελεί τον κυριότερο λόγο που σε περιπτώσεις αποκατάστασης ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής, δεν απαιτείται επανεμφύτευση της κάτω μεσεντερίου αρτηρίας.

Το τόξο του Riolan ή οφιοειδής μεσεντέριος αρτηρία (meandering mesenteric artery) αποτελεί ένα αγγειακό τόξο που ενώνει την μέση κολική αρτηρία με την αριστερή κολική αρτηρία και εντοπίζεται στη σπληνική καμπή. Σε περιπτώσεις ισχαιμικής κολίτιδας,  οι αρτηρίες του Drummond και το τόξο του Riolan είναι διογκωμένες σημαντικά για να παρέχουν αίμα στο ισχαιμικό τμήμα του κόλου