Επείγουσες αγγειοχειρουργικές καταστάσεις

1. Ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

Ο ασθενής με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής θα έρθει στο νοσοκομείο είτε περιπατητικός είτε με ασθενοφόρο ανάλογα με την ποσότητα αίματος που έχει χάσει είτε νεκρός. Ανάλογα με το μέγεθος της ρήξης, ο ασθενής έχει όψη πάσχοντος,  εμφανίζει κοιλιακό ή οσφυϊκό άλγος συνήθως απότομης έναρξης που συνοδεύεται από συμπτώματα και σημεία υπογκαιμίας. Πολλές φορές συνυπάρχει συγκοπικό επεισόδιο ή απώλεια συνείδησης. Ο ασθενής συνήθως είναι άνδρας άνω των 50 ετών, καπνιστής με υπέρταση γνωστή ή άγνωστη.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Εάν υπάρχει στοιχεία απώλειας αίματος (υπογκαιμία, χαμηλή πίεση, ταχυκαρδία), θα πρέπει να μπουν 2 φλεβικές γραμμές και να αναταχθεί η πίεση  με φυσιολογικό ορό ή R/L όχι όμως σε υψηλά επίπεδα γιατί μπορεί να επιδεινωθεί η αιμορραγία. Αρκεί να υπάρχει ελεγχόμενη υπόταση (ΜΑΠ γύρω στο 70 mmHg). Στη συνέχεια θα πρέπει να ληφθούν δείγματα αίματος για διασταύρωση και δέσμευση, ΗΚΓ, ακτινογραφία θώρακος, τοποθέτηση ουροκαθετήρα και να γίνει αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτοναικού χώρου με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό. Στον αξονικό τομογράφο με την πρώτη σάρωση χωρίς σκιαγραφικό, εάν διαγνωσθεί η ρήξη, θα πρέπει να κληθεί άμεσα αγγειοχειρουργός ή εάν δεν υπάρχει να κληθεί άμεσα ασθενοφόρο για το εφημερεύων νοσοκομείο με αγγειοχειρουργική κάλυψη. Στην συνέχεια ολοκληρώνεται η αξονική και λαμβάνεται το CD της αξονικής το οποίο δίνεται στον αγγειοχειρουργό. Το τρίπλεξ κοιλιακής αορτής δεν βοηθά στη διάγνωση της ρήξης (50% αποτυχία στη διάγνωση της ρήξης) αλλά έχει μεγάλη ευαισθησία στην διάγνωση του ανευρύσματος.

γ. Αντιμετώπιση  

Ο ασθενής θα οδηγηθεί κατευθείαν στο χειρουργείο από το τμήμα ΤΕΠ. Ο χρόνος από την είσοδο του ασθενούς στα ΤΕΠ έως το χειρουργείο θα πρέπει να είναι μικρότερος από 1 ώρα.

Διαχωρισμός Αορτής

α. Πως θα γίνει αντιληπτός κλινικά

Ο ασθενής με διαχωρισμό αορτής θα έρθει στο νοσοκομείο είτε περιπατητικός είτε με ασθενοφόρο. Είναι άνθρωπος άνω των 40 ετών , υπερτασικός συνήθως. Εμφανίζει οξύ, διαξιφιστικό άλγος στην ράχη ή στο θώρακα που έχει απότομη έναρξη. Πιθανά στοιχεία που μπορεί να συνηγορούν είναι το έλλειμα σφυγμού, το συγκοπικό επεισόδιο, το εγκεφαλικό επεισόδιο με εικόνα ημιπληγίας, παραπάρεση από ισχαιμία του νωτιαίου μυελού, εικόνα ισχαιμίας άκρου, κοιλιακός πόνος λόγω ισχαιμίας σπλάγχνων.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Στην αρχή θα πρέπει να γίνει ακτινογραφία θώρακος, ΗΚΓ, εργαστηριακός έλεγχος αλλά τα ευρήματα είναι μη ειδικά. Ο ασθενής θα πρέπει να προχωρήσει σε αξονική τομογραφία θώρακος με IV χορήγηση σκιαγραφικού. Εφόσον υπάρχουν ευρήματα, ο ακτινολόγος θα πρέπει να συνεχίσει την εξέταση και της κοιλιακής αορτής και των λαγονίων αρτηριών. Μια άλλη εξέταση που πρέπει να γίνει είναι το διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα  το οποίο έχει μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια στους διαχωρισμούς τύπου Β.

γ. Αντιμετώπιση

Αρχικά, θα πρέπει να τοποθετηθούν περιφερικές φλεβικές γραμμές, να χορηγηθούν αναλγητικά, να τοποθετηθεί καθετήρας κύστης και να τοποθετηθεί αρτηριακή γραμμή και monitoring. Σημαντική είναι η ρύθμιση της πίεσης με b-blocker και ανταγωνιστές ασβεστίου. Περεταίρω αντιμετώπιση ανάλογα με τον τύπο του διαχωρισμού και την ύπαρξη επιπλοκών.

3. Οξεία Ισχαιμία άκρου

α. Πως θα γίνει αντιληπτό κλινικά

Ο ασθενής με οξεία ισχαιμία άκρου θα έρθει στο νοσοκομείο είτε περιπατητικός είτε με ασθενοφόρο.  Συνήθως, ο ασθενής εμφανίζει ξαφνικό σοβαρό πόνο που εμφανίζεται στο πόδι (στο χέρι λόγω καλού παράπλευρου δικτύου τα συμπτώματα πάντα είναι πιο ήπια) μαζί με απώλεια ή μείωση της αισθητικότητας και κινητικότητας του άκρου. Επίσης, λόγω της διακοπής της αιμάτωσης το άκρο είναι ψυχρό, ωχρό με απουσία σφύξεων. Εάν σχηματιστούν κυανωτικές περιοχές που δεν εξαφανίζονται με την πίεση, αυτό σημαίνει ότι έχουν θρομβωθεί τα τριχοειδή του δέρματος και αποτελεί ένδειξη μη βιωσιμότητας του άκρου. Το 1997, Ευρωπαϊκή Αγγειοχειρουργική Εταιρεία θέσπισε 4 στάδια βιωσιμότητας του άκρου ανάλογα με την βαρύτητα της οξείας ισχαιμίας: Το στάδιο Ι σημαίνει ότι το άκρο είναι βιώσιμο, το στάδιο ΙIα σημαίνει ότι το άκρο είναι επαπειλούμενο οριακά, το στάδιο ΙΙb σημαίνει ότι το άκρο απειλείται άμεσα ενώ το στάδιο ΙΙΙ σημαίνει ότι η ισχαιμία του άκρου είναι μη αναστρέψιμη. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ο ιατρός και όχι μόνο ο αγγειοχειρουργός να γνωρίζει και να αξιολογεί την βαρύτητα της ισχαιμίας και πιο συγκεκριμένα να ξέρει να διακρίνει το στάδιο ΙΙα από το στάδιο ΙΙb. Η διάκριση γίνεται από το γεγονός ότι στο στάδιο ΙΙb υπάρχει απώλεια κινητικότητας και πιο εκσεσημασμένη απώλεια αισθητικότητας, δηλαδή ο ασθενής αναφέρει ότι δεν μπορεί να κουνήσει τα δάκτυλα των ποδιών του και έχει πολύ μεγάλο μούδιασμα στο πάσχον σκέλος. Όταν ο ασθενής έχει απώλεια κινητικότητας και αισθητικότητας θα πρέπει επειγόντως να χειρουργηθεί. Εάν έχει φυσιολογική κινητικότητα και ελαττωμένη ή φυσιολογική αισθητικότητα, μπορεί να γίνει πιο προσεκτική διερεύνηση και αξιολόγηση της ισχαιμίας. Η απώλεια της κινητικότητας των δακτύλων του άκρου ή όλου του άκρου είναι το πιο ισχυρό κλινικό σημείο για επείγουσα χειρουργική επέμβαση.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Στην αρχή θα πρέπει να γίνει ακτινογραφία θώρακος, ΗΚΓ, εργαστηριακός έλεγχος και χορήγηση υγρών και αναλγητικών. Θα πρέπει να γίνει εκτίμηση των σφύξεων και των ροών στο άκρο. Εάν υπάρχουν αρτηριακού τύπου ροές, το άκρο είναι πρακτικά βιώσιμο. Επίσης θα πρέπει να γίνει τρίπλεξ αρτηριών κάτω άκρων για να προσδιοριστεί εάν υπάρχει κάποιο κώλυμα στη ροή και εάν υπάρχει ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας. Είναι πολύ σημαντική η λήψη του ιστορικού δηλαδή να εξακριβωθεί εάν ο ασθενής έχει κάποια καρδιακή πάθηση, αρρυθμία (πχ κολπική μαρμαρυγή), ιστορικό κάκωσης του άκρου, η εάν είχε διαλείπουσα χωλότητα των άκρων.

γ. Αντιμετώπιση  

   Εάν το άκρο είναι βιώσιμο, ο ασθενής μεταφέρεται σε θάλαμο νοσηλείας με συνεχή επανεκτίμηση του άκρου. Εάν το άκρο είναι επαπειλούμενο, θα πρέπει να κληθεί άμεσα αγγειοχειρουργός και ο ασθενής να προετοιμαστεί για επέμβαση. . Στο ΤΕΠ , εάν ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε γενική ή τοπική αναισθησία μπορεί να χορηγηθεί 1 cc Ηπαρίνης IV (5000 IU).

4. Οξεία Θρόμβωση Αορτής

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

Κλινικά, O ασθενής με οξεία θρόμβωση αορτής μπορεί να προσέλθει στα ΤΕΠ με συμπτώματα και σημεία οξείας ισχαιμία των κάτω άκρων (Ψυχρότητα, ωχρότητα, κυανωτική χροιά των κάτω άκρων) με δικτυωτή πελίωση ή/και παραισθησία που οδηγεί σε παράλυση. Είναι χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή ότι σε αρκετούς ασθενείς το πρώτο σύμπτωμα είναι η εμφάνιση οξείας παράλυσης και των δύο κάτω άκρων με συνέπεια να πιστεύεται αρχικά ότι ο ασθενής πάσχει από πίεση του νωτιαίου μυελού και δυστυχώς όταν τεθεί η σωστή διάγνωση, η έκβαση του ασθενούς είναι πτωχή.

   Η οξεία θρομβοεμβολή της αορτής έχει σχέση με υπερπηκτικά σύνδρομα, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου με θρόμβο στην αριστερή κοιλία, κολπική μαρμαρυγή ή αθηροσκληρωτική νόσο της αορτής.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση .

Το κλειδί για την επιτυχή έκβαση ενός ασθενή με οξεία θρόμβωση αορτής είναι η πρώιμη διάγνωση. Η ύπαρξη μη ψηλαφητών σφύξεων στις μηριαίες αρτηρίες σε ασθενή με οξεία εμφάνιση παραισθησίας ή και παραπληγίας των κάτω άκρων οδηγούν στην υποψία της θρόμβωσης αορτής. Η duplex υπερηχοτομογραφία βοηθά στην διάγνωση που τίθεται με την αξονική αγγειογραφία ή την αγγειογραφία κοιλιακής αορτής και λαγονίων αρτηριών. Η ύπαρξη δικτυωτής πελίωσης του κορμού και των κάτω άκρων είναι σημείο κακής πρόγνωσης. Λόγω της καθυστερημένης διάγνωσης, οι περισσότεροι ασθενείς εμφανίζουν βαρύ σύνδρομο επαναιμάτωσης ακολουθούμενο από οξεία νεφρική βλάβη με υπερκαλιαιμία, μυοσφαιρινουρία και σύνδρομο διαμερίσματος.

γ. Αντιμετώπιση

Το σημαντικότερο είναι η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση. Στο ΤΕΠ , εάν ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε γενική ή τοπική αναισθησία μπορεί να χορηγηθεί 1 cc Ηπαρίνης IV (5000 IU). Ο ασθενής θα οδηγηθεί κατευθείαν στο χειρουργείο από το τμήμα ΤΕΠ. Ο χρόνος από την είσοδο του ασθενούς στα ΤΕΠ έως το χειρουργείο θα πρέπει να είναι μικρότερος από 1 ώρα.

5. Πνευμονική εμβολή

H πνευμονική εμβολή υπάγεται σε μια νοσολογική οντότητα που ονομάζεται θρομβοεμβολική νόσος και η οποία περιλαμβάνει εκτός από αυτήν και την θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών. H ιδιαίτερη αλληλεξάρτηση μεταξύ πνευμονικής εμβολής και εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης υπάρχει γιατί στην πνευμονική εμβολή το 90% των εμβόλων προέρχονται από τις φλέβες των κάτω άκρων.

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

 Η οξεία πνευμονική εμβολή αποτελεί την πιο σημαντική κλινική παρουσίαση της θρομβοεμβολικής νόσου και επιδημιολογικά είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς διότι μπορεί να παραμένει ασυμπτωματική, η διάγνωση της μπορεί να αποτελεί τυχαίο εύρημα ή είναι δυνατή η πρώτη παρουσίαση της πνευμονικής εμβολής να είναι και ο αιφνίδιος θάνατος.  O ασθενής με πνευμονική εμβολή εμφανίζεται με θωρακικό άλγος, δύσπνοια, ταχυκαρδία σημεία υποξαιμίας, αιμόπτυση, συγκοπικό επεισόδιο, υπόταση.

Εάν ο ασθενής εμφανίζει βαριά υποξαιμία, συγκοπικό επεισόδιο και υπόταση, θα πρέπει να λαμβάνεται ως υψηλού κινδύνου πνευμονική εμβολή. Γενικά, εάν η ηλικία του ασθενούς είναι πάνω από τα 70 έτη, η συστολική πίεση είναι κάτω από τα 90 mmHg, ο ρυθμός αναπνοών είναι πάνω από 20 το λεπτό, εάν συνυπάρχει χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια ή καρκίνος, όλοι αυτοί είναι προγνωστικοί παράγοντες για κακή έκβαση. Επίσης τα υπερηχοκαρδιογραφικά ευρήματα δυσλειτουργίας της δεξιάς κοιλίας εμφανίζονται σε ποσοστό 25% των ασθενών με πνευμονική εμβολή και συνιστούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για κακή έκβαση.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Η κλινική εικόνα της πνευμονικής εμβολής ποικίλλει από την ασυμπτωματική μορφή της έως την μαζική πνευμονική εμβολή που χαρακτηρίζεται από αιμοδυναμικές διαταραχές (υπόταση)  και αναπνευστική ανεπάρκεια. Πάντα γίνεται ΗΚΓ και τροπονίνη σε ασθενείς με θωρακικό άλγος. Η μέτρηση των d-Dimers  είναι επιβοηθητική μιας και ασθενείς με πνευμονική εμβολή έχουν αυξημένα d-Dimers, όμως η διάγνωση τίθεται με την CTPA θώρακος (Αξονική τομογραφία θώρακος με πρωτόκολλο πνευμονικής εμβολής). Μόλις διαγνωστεί η πνευμονική εμβολή , εάν είναι υψηλού κινδύνου (συνυπάρχει υπόταση ή υποξαιμία), θα πρέπει να γίνει υπερηχοκαρδιογράφημα για να ελεγχθεί κατά πόσο δυσλειτουργεί η δεξιά κοιλία. Ο ασθενής στα ΤΕΠ θα δεχτεί υποστηρικτική αγωγή με οξυγόνο, ενδοφλέβια υγρά. Εάν υπάρχει υπόταση , θα πρέπει να χορηγηθούν αγγειοσυσπαστικά φάρμακα (νορεπινεφρίνη, ντοβουταμίνη)

γ. Αντιμετώπιση  

Η αντιμετώπιση της πνευμονικής εμβολής εξαρτάται από την βαρύτητα της. Όταν ο ασθενής αξιολογείται ως υψηλού κινδύνου λόγω shock, υποξαιμίας ή εμμένουσας υπότασης, χρειάζεται άμεση υποστηρικτική θεραπεία  με χρήση αγγειοσυσπαστικών (νορεπινεφρίνη, ντοβουταμίνη) και χορήγησης οξυγόνου όπως αναφέρθηκε. Άμεσα θα πρέπει να τίθεται αντιπηκτική αγωγή με ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους, αναστολείς του ενεργοποιημένου παράγοντα Χa ακόμα και εάν δεν έχει τεθεί η διάγνωση αλλά είναι υψηλή η κλινική υποψία. Σήμερα, χρησιμοποιούνται επίσης  τα νεότερα αντιπηκτικά από του στόματος που είναι άμεσοι αναστολείς του ενεργοποιημένου παράγοντα Χa. Εάν υπάρχουν αιμοδυναμικές διαταραχές χρήσιμο είναι να χορηγηθεί ηπαρίνη ενδοφλεβίως στάγδην μιας και δεν υπάρχουν μελέτες σχετικά με την χορήγηση άλλων αντιπηκτικών.

Εάν υπάρχουν αιμοδυναμικές διαταραχές από μαζική πνευμονική εμβολή η συστηματική χρήση θρομβολυτικών φαίνεται ότι ωφελεί πάνω από το 90% των ασθενών και αυτό αποδεικνύεται από την κλινική και υπερηχοκαρδιογραφική βελτίωση μέσα σε 36 ώρες. Το μεγαλύτερο όφελος από τη θρομβόλυση εμφανίζεται όταν η θεραπεία αρχίσει μέσα σε 48 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. Εάν υπάρχει αντένδειξη στην θρομβόλυση, μπορεί να επιχειρηθεί διαδερμική θρομβεκτομή με διαφόρων ειδών συσκευές. Εάν ο ασθενής εμφανίσει πνευμονική εμβολή και υπάρχει απόλυτη αντένδειξη χορήγησης αντιπηκτικών, τότε ενδείκνυται η τοποθέτηση φίλτρου κάτω κοίλης φλέβας

6. Αγγειακό τραύμα άκρου

Το αγγειακό τραύμα άκρου είναι μία ιδιαίτερη κατάσταση που μπορεί να είναι απειλητική για τη βιωσιμότητα του άκρου γι αυτό και η πρώιμη διάγνωση του είναι σημαντική.

α. Πως θα γίνει αντιληπτό κλινικά

Το αγγειακό τραύμα άκρου θα γίνει αντιληπτό γιατί συνδυάζεται με τα σημεία εσωτερικής ή εξωτερικής αιμορραγίας και οξείας ισχαιμίας του άκρου (Βλέπε οξεία ισχαιμία του άκρου). Κλινικά, το άκρο είναι ωχρό , ψυχρό με απουσία σφύξεων και με διαταραχές κινητικότητας και αισθητικότητα εάν η οξεία ισχαιμία είναι σοβαρή.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Επίσχεση αιμορραγίας, φλεβικές γραμμές για χορήγηση υγρών, διασταύρωση και δέσμευση αίματος αποτελούν απαραίτητες αρχικές ενέργειες. Διαγνωστικά, το υπερηχογράφημα των αγγείων δείχνει σημάδια αγγειακού τραύματος. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με την αξονική αγγειογραφία και την ψηφιακή αγγειογραφία του άκρου.

γ. Αντιμετώπιση  

Άμεση κλήση αγγειοχειρουργού όταν υπάρχουν σημάδια αγγειακού τραύματος του άκρου.

7. Οξεία μεσεντέριος ισχαιμία

Η οξεία μεσεντέριος ισχαιμία αποτελεί μια παθολογική οντότητα με συχνότητα 1/1000 εισαγωγές και υψηλή θνησιμότητα και νοσηρότητα κοντά στο 60-70%.

Η οξεία μεσεντέριος ισχαιμία διακρίνεται σε 3 τύπους: την οξεία εμβολική ισχαιμία, την οξεία θρομβωτική ισχαιμία και την μη αποφρακτική μεσεντέριο ισχαιμία.

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

Ή οξεία εμβολική μεσεντέριος ισχαιμία αποτελεί την πιο συχνή αιτία οξείας ισχαιμίας (30-50%) και εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες. Η ηλικία εμφάνισης είναι τα 70 έτη. Χαρακτηρίζεται από οξύ πόνο στην κοιλιακή χώρα με εμέτους και αποβολή αίματος με τα κόπρανα (αιματοχεσία) χωρίς σημεία περιτοναϊσμού. Χαρακτηριστικά είναι το γεγονός ότι τα ευρήματα από την κλινική εξέταση είναι φτωχά σε σχέση με το μέγεθος των συμπτωμάτων. Συνήθως, το έμβολο προέρχεται από την καρδιά (Κολπική μαρμαρυγή, παλαιό οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου). Το πιο συχνό αγγείο που προσβάλλεται η άνω μεσεντέριος αρτηρία και για το συγκεκριμένο αγγείο η περιοχή έκφυσης της μέσης κολικής αρτηρίας.

Η οξεία θρομβωτική μεσεντέριος ισχαιμία αποτελεί την 2η αιτία (15-30% των περιπτώσεων) και αφορά συνήθως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι ο πιο θανατηφόρος τύπος με θνητότητα άνω του 90%. Κλινικά, χαρακτηρίζεται από λιγότερο σοβαρά συμπτώματα σε σχέση με την εμβολική μορφή λόγω της ύπαρξης παράπλευρου κυκλοφορίας. Συνήθως τα συμπτώματα εμφανίζονται σταδιακά και συνήθως προηγούνται συμπτώματα χρόνια ισχαιμίας του εντέρου όπως απώλεια βάρους, μεταγευματικό άλγος, φόβος λήψης τροφής. Συνήθως, οι ασθενείς αναζητούν βοήθεια όταν έχει εγκατασταθεί έμφρακτο εντέρου. Σε σχέση με την εμβολική μορφή, η εντόπιση είναι πιο κεντρικά στην έκφυση της κοιλιακής ή άνω μεσεντερίου αρτηρίας.

Η μη αποφρακτική μεσεντέριος ισχαιμία εμφανίζεται σε καταστάσεις χαμηλής ροής (χαμηλή καρδιακή παροχή, χρήση αγγειοσυσπαστικών). Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι οι αρρυθμίες, η καρδιακή ανεπάρκεια, το σηπτικό shock, τα εγκαύματα και η υποβολαιμία. Στην αξονική αγγειογραφία εμφανίζεται σπασμός της μεσεντερίου αρτηρίας  και χαμηλή πλήρωση των αγγείων.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Διαγνωστικά, η χρήση της αξονικής αγγειογραφίας βοηθά σημαντικά στην διάγνωση. Στην εμβολική μορφή, υπάρχει η εικόνα μηνίσκου λίγα εκατοστά μετά την έκφυση της άνω μεσεντερίου αρτηρίας ενώ σε καθυστερημένες λήψεις επαναπληρώνονται οι κλάδοι της. Στην μη αποφρακτική μεσεντέριο ισχαιμία, εμφανίζεται σπασμός της μεσεντερίου αρτηρίας  και χαμηλή πλήρωση των αγγείων.

γ. Αντιμετώπιση  

Στην οξεία μεσεντέριο ισχαιμία, γίνεται συντηρητική αντιμετώπιση με χορήγηση υγρών και τοποθέτηση ρινογαστρικού σωλήνα. Θα πρέπει να γίνει έλεγχος για σημεία σήψης (Αέρια αίματος, CRP).  Στο τμήμα επειγόντων, μπορεί να γίνει συστηματικός ηπαρινισμός με στόχο την μείωση της επέκτασης του θρόμβου.

8. Αορτοεντερική επικοινωνία

Αποτελεί μια σπάνια πάθηση με υψηλό ποσοστό θνητότητας και εμφανίζεται σε ασθενείς  με ιστορικό αποκατάστασης ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είτε ενδαγγειακά είτε ανοιχτά ( δευτεροπαθώς) Υπάρχουν και περιπτώσεις επικοινωνίας χωρίς ιστορικό επέμβασης στην αορτή (Πρωτοπαθής επικοινωνία) και είναι πολύ σπάνια. Πρόκειται για μια επικοινωνία μεταξύ αορτής και γαστρεντερικού σωλήνα που οδηγεί σε αιμορραγία από το πεπτικό.

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

Ο ασθενής με αορτοεντερική επικοινωνία έχει την τριάδα συμπτωμάτων: αιμορραγία πεπτικού, σημεία σήψης και κοιλιακό άλγος. Η αιμορραγία πεπτικού εμφανίζεται ως αιματέμεση, μέλαινα κένωση ή αιματοχεσία. Μπορεί να προκαλέσει επίσης αθρόα αιμορραγία με υψηλή θνητότητα. Μερικές φορές εμφανίζεται με διαλείπουσα αιμορραγία όπου ο ασθενής εμφανίζει αιμορραγία από το πεπτικό που σταματά μόνη της λόγω πτώσης πίεσης και σχηματισμού θρόμβου και υποτροπιάζει. Επίσης μπορεί να υπάρχουν σημεία σήψης (Πυρετός , κακουχία, Αυξημένη CRP, απώλεια βάρους, αναιμία, θετικές αιμοκαλλιέργειες). Επομένως σε κάθε ασθενή με πρoηγηθείσα αορτική επέμβαση και αιμορραγία του πεπτικού θα πρέπει πάντα να λαμβάνεται ως αορτοεντερική επικοινωνία μέχρι αποδείξεως του εναντίον.

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση .

Ο ασθενής μπορεί να έρθει περιπατητικός αναφέροντας μικρή απώλεια αίματος από το πεπτικό ή να έρθει με αθρόα αιμορραγία. Γίνεται ανάνηψη του ασθενούς . Η εξέταση εκλογής είναι η αξονική αγγειογραφία κοιλιακής αορτής ή αξονική τομογραφία κοιλίας με χρήση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού όπου μπορεί να αναδειχθεί υγρό ή φυσαλίδες πέριξ της πρόθεσης, πάχυνση του εντέρου, έξοδος σκιαγραφικού ή ψευδοανεύρυσμα στην αναστόμωση. Άλλη εξέταση είναι η επείγουσα ενδοσκόπηση του ανωτέρου πεπτικού.

γ. Αντιμετώπιση  

Κλήση αγγειοχειρουργού για εξειδικευμένη  αντιμετώπιση. Εάν υπάρχει αθρόα αιμορραγία δικαιολογείται η επείγουσα λαπαροτομία.

9. Αορτοβρογχική επικοινωνία

Αποτελεί μια σπάνια πάθηση που αναπτύσσεται σε έδαφος προηγηθείσας επέμβασης στην κατιούσα αορτή ή στον ισθμό της αορτής.

α. Πως θα γίνει αντιληπτή κλινικά

Ο ασθενής εμφανίζει αιμόπτυση και Το αορτοβρογχικό συρίγγιο εκδηλώνεται με επεισόδια αιμόπτυσης, που μπορεί να εμφανιστούν από 3 εβδομάδες έως και πολλά έτη μετά την χειρουργική αποκατάσταση. Τα επεισόδια είναι συνήθως διαλείποντα, με σταδιακή αύξηση της βαρύτητας, έως την εμφάνιση ενός επεισοδίου  μαζικής αιμόπτυσης που μπορεί να οδηγήσει σε  shock. 

β. Πρώτες ενέργειες στα ΤΕΠ- Εξετάσεις για διάγνωση

Αιμοδυναμική ανάνηψη με χορήγηση υγρών, διασταύρωση αίματος και αξονική αγγειογραφία θωρακικής αορτής. Στην αξονική τομογραφία απεικονίζεται φλεγμονώδης ιστός, πέριξ του μοσχεύματος, στην αρχή της κατιούσης θωρακικής αορτής, εντός του οποίου ελέγχονται φυσαλίδες αέρα και ο οποίος έρχεται σε επαφή με βρόγχο με πεπαχυσμένο τοίχωμα.

γ. Αντιμετώπιση  

Άμεση κλήση αγγειοχειρουργού για χειρουργική αποκατάσταση.