Γενικά στοιχεία για τα αγγεία

Τα αγγεία αποτελούν ένα σύνολο αγωγών που μεταφέρουν το αίμα είτε από την καρδιά προς την περιφέρεια (αρτηρίες) είτε από την περιφέρεια προς την καρδιά (φλέβες). Η κατανόηση των αγγειακών παθήσεων στηρίζεται στην γνώση της λειτουργικής ανατομίας των αγγείων η οποία βασίζεται σε ορισμένες αρχές που είναι μοναδικές στην αγγειοχειρουργική σε σχέση με τις άλλες ειδικότητες:

Αν και η ονομασία των αγγείων εξαρτάται από την εντόπιση τους, πρακτικά τα αγγεία έχουν συνέχεια, δεν είναι μεμονωμένοι αγωγοί και οι διάφορες αρτηρίες αποτελούν την συνέχεια των προηγούμενων, επομένως η ονομασία τους αποτελεί μόνο ανθρώπινη ανακάλυψη. Για παράδειγμα, η μετάπτωση της έξω λαγονίου αρτηρίας στην μηριαία αρτηρία είναι φαινόμενο παρόμοιο με την μετάπτωση της μασχαλιαίας αρτηρίας στην βραχιόνιο αρτηρία. Και οι δυο αρτηρίες αποτελούν ένα ενιαίο αγγειακό στέλεχος το οποίο από ένα σημείο και μετά αλλάζει όνομα.

Ο αγγειοχειρουργός οφείλει να αξιολογεί τις αρτηρίες και τις φλέβες όχι μεμονωμένα ανάλογα με την ονομασία τους αλλά ως ένα σύνολο αγωγών που έχει έναν κύριο ρόλο, την μεταφορά του αίματος και την παροχή οξυγόνου στους ιστούς.

Ο βαθμός της σημασίας και σημαντικότητας του κάθε αγγείου εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες:-Την ύπαρξη αρτηριών (αξονικές ή άμεσες αρτηρίες) του οποίου η πορεία είναι σε άμεση συνέχεια με το άκρο που αιματώνει.

-Την ύπαρξη αρτηριών (Μη αξονικές ή έμμεσες αρτηρίες) που συμβάλλουν στην μεταφορά του αίματος προς την ίδια περιοχή αιμάτωσης μέσω κλάδων που επικοινωνούν με τις αξονικές αρτηρίες. Για παράδειγμα, στην περιοχή του μηρού, η εν τω βάθει μηριαία αρτηρία αποτελεί μια μη αξονική αρτηρία με πολύ ουσιαστικό ρόλο στην διατήρηση της αιμάτωσης του κάτω άκρου ακόμα και εάν η επιπολής μηριαία αρτηρία αποφραχθεί.

-Την ύπαρξη παράπλευρου δικτύου που συμβάλλει στην μεταφορά του αίματος προς την ίδια περιοχή αιμάτωσης. Σε περίπτωση απόφραξης μιας αρτηρίας, υπάρχουν αρτηρίες που ονομάζονται αρτηρίες επανεισόδου (reentry arteries) οι οποίες λόγω μεταβολών των πιέσεων αναστρέφεται η ροής τους για να επαναφέρουν το αίμα σε αρτηριακό στέλεχος περιφερικά του σημείου απόφραξης. Η επάρκεια του παράπλευρου δικτύου εξαρτάται από την εντόπιση της απόφραξης και την ύπαρξη τέτοιου είδους αρτηριών που πρακτικά αποτελούν ένα είδος φυσικού bypass. Για παράδειγμα, στον μηρό, σε αποφρακτικές βλάβες της επιπολής μηριαίας αρτηρίας, αναλαμβάνει η εν τω βάθει μηριαία αρτηρία να επαναιματώσει την ιγνυακή αρτηρία μέσω παράπλευρου δικτύου. Σε απόφραξη όμως άλλης αρτηρίας π.χ. της ιγνυακής, η ύπαρξη του παράπλευρου δικτύου δεν είναι επαρκής και  οι συνέπειες όσον αφορά την παροχή αίματος το πόδι είναι πιο σημαντικές.