Υποκλείδιος αρτηρία
Η υποκλείδιος αρτηρία συμμετέχει στην αιμάτωση του τραχήλου, του θωρακικού τοιχώματος, ενός μέρους του εγκεφάλου (παρεγκεφαλίδας, ινιακού λοβού και τμημάτων κροταφικού και βραγματικού λοβού) και της αυχενικής μοίρας του νωτιαίου μυελού.Εικόνα 1.0.10
H δεξιά υποκλείδιος είναι κλάδος της ανώνυμης ενώ η αριστερή εκφύεται κατ’ευθείαν από το αορτικό τόξο. Το μήκος της δεξιάς υποκλειδίου αρτηρίας είναι 7-8 εκατοστά ενώ της αριστερής είναι 10 εκατοστά. Διακρίνονται 3 μοίρες:
- Έσω μοίρα: Από την έκφυση της μέχρι τον πρόσθιο σκαληνό μυ.
- Μέση μοίρα: Μεταξύ προσθίου και μέσου σκαληνούς μυός.
- Έξω μοίρα: Από το μέσο σκαληνό μυ μέχρι ως το έξω χείλος της πρώτης πλευράς.
Κλάδοι της υποκλειδίου αρτηρίας είναι:
- Θυρεοαυχενικό στέλεχος
- Σπονδυλική αρτηρία
- Έσω μαστική αρτηρία
- Πλευραχενικό στέλεχος (δίνει την εν τω βάθει αυχενική και την ανώτατη μεσοπλεύριο αρτηρία)
- Ραχιαία της ωμοπλάτης αρτηρία (ή Εγκάρσια τραχηλική αρτηρία)
Το σύνδρομο υποκλοπής υποκλειδίου αρτηρίας προκαλείται όταν υπάρχει απόφραξη της υποκλειδίου αρτηρίας στην έκφυση της πριν την έκφυση της σπονδυλικής αρτηρίας.Εικόνα 1.0.11 Δεξιά η βλάβη μπορεί να εντοπίζεται στην ανώνυμη αρτηρία. Λόγω της απόφραξης αυτής, υπάρχει πτώση της πίεσης περιφερικά της στένωσης και αναστροφή της ροής του αίματος από την σπονδυλική αρτηρία προς το άνω άκρο με επακόλουθο υποκλοπή αίματος από τον εγκέφαλο. Όταν η άλλη σπονδυλική αρτηρία είναι φυσιολογική, τότε ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός. Αν όμως είναι υποπλαστική ή στενωμένη, τότε εκδηλώνεται ανεπάρκεια της βασικής αρτηρίας. Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως κατά την άσκηση του άνω άκρου και είναι τα ίδια με της σπονδυλοβασικής ανεπάρκειας και πιο σπάνια εμφανίζονται συμπτώματα ισχαιμίας του άνω ακρου (αδυναμία,κόπωση, αίσθημα ψυχρότητας στην περιφέρεια).Η υποκλείδιος αρτηρία συμμετέχει στην διαμόρφωση σπουδαίων παράπλευρων κυκλοφοριών όπως:Μεταξύ υποκλείδιας και έξω λαγονίου αρτηρίας. Η παράπλευρη κυκλοφορία επιτυγχάνεται με την άνω και κάτω επιγάστριο αρτηρία (μέσω έσω μαστικής και έξω λαγονίου αρτηρίας αντίστοιχα).Μεταξύ υποκλείδιας και θωρακικής αορτής. Η παράπλευρη κυκλοφορία επιτυγχάνεται με την μυοφρενική αρτηρία που συνδέεται με την εν τω βάθει περισπώμενη λαγόνιο αρτηρία (μέσω έσω μαστικής και έξω λαγονίου αρτηρίας αντίστοιχα)Μεταξύ υποκλείδιας και θωρακικής αορτής. Η παράπλευρη κυκλοφορία επιτυγχάνεται με τις πρόσθιες μεσοπλεύριες αρτηρίες (από έσω μαστική αρτηρία) που συνδέονται με τις οπίσθιες μεσοπλεύριες αρτηρίες (από θωρακική αορτή) και την άνω φρενική αρτηρία (από οπίσθιους μεσοπνευμονιους κλάδους της θωρακικής αορτής).Μεταξύ υποκλείδιας και κοιλιακής αορτής. Η δεξιά άνω επιγάστριος συνδέεται με κλάδους της κοινής ηπατικής αρτηρίας, αντίστοιχα προς τον δρεπανοειδή και τον στρογγύλο σύνδεσμο του ήπατος.
Οι παραπάνω παράπλευρες κυκλοφορίες ενεργοποιούνται σε περίπτωση συγγενούς στένωσης αορτής.
Μασχαλιαία αρτηρία
Η μασχαλιαία αρτηρία αποτελεί την συνέχεια της υποκλειδίου αρτηρίας και εκτείνεται από το έξω χείλος της πρώτης πλευράς έως το κάτω χείλος του μείζονος θωρακικού μυός όπου μεταπίπτει την βραχιόνιο αρτηρία. Από την 1η μοίρα της μασχαλιαίας αρτηρίας (έως τον ελάσσονα θωρακικό μυ), εκφύεται μόνο η ανωτάτη θωρακική αρτηρία. Από την 2η μοίρα της μασχαλιαίας αρτηρίας (πίσω από τον ελάσσονα θρακικό μυ), εκφύεται η ακρωμιοθωρακική και πλάγια θωρακική αρτηρία ενώ από την 3η μοίρα της εκφύεται η υποπλάτιος, η πρόσθια και η οπίσθια περισπώμενη του βραχίονα αρτηρία).
Μετά την έκφυση των κλάδων της μασχαλιαίας αρτηρίας, παρατηρείται απότομη και σημαντική πτώση του αυλού της με αποτέλεσμα να να αποτελεί πιθανή θέση θρομβωτικού εμβόλου που αποσπάται από τις καρδιακές κοιλότητες.
Λόγω της ύπαρξης πολλών αναστομώσεων ανάμεσα στους κλάδους της υποκλειδίου και μασχαλιαίας αρτηρίας, προτιμάται σε εξαιρετικά επείγουσες καταστάσεις η απολίνωση της μασχαλιαίας αρτηρίας στην πρώτη μοίρα της όπου λόγω του επαρκούς παράπλευρου δικτύου η αιμάτωση του άνω άκρου είναι επαρκής.
Βραχιόνιος αρτηρία
Η βραχιόνιος αρτηρία αποτελεί την συνέχεια της μασχαλιαίας αρτηρίας και εκτείνεται από το κάτω χείλος του μείζονος θωρακικού μυός έως και 2-3 εκατοστά περιφερικά της άρθρωσης του αγκώνα όπου αποσχίζεται στην κερκιδική και ωλένιο αρτηρία. .Στο 20% των περιπτώσεων ανευρίσκεται διπλή βραχιόνιος αρτηρία. Κλάδοι της βραχιονίου αρτηρίας είναι οι εξής:
- Μυικοί κλάδοι
- Εν τω βάθει βραχιόνιος αρτηρία η οποία δίνει τους εξής κλάδους:
– Μυικοί κλάδοι
– Άνω τροφοφόρο αρτηρία του βραχιονίου οστού
– Μέση παράπλευρος αρτηρία
– Κερκιδική παράπλευρος αρτηρία
– Άνω ωλένιος παράπλευρη αρτηρία
– Κάτω ωλένιος παράπλευρη αρτηρία
– Τελικοί κλάδοι: ωλένιος και κερκιδική αρτηρία.
Ο πιο σημαντικός κλάδος της βραχιονίου αρτηρίας είναι η εν τω βάθει βραχιόνιος αρτηρία η οποία αναστομώνεται με την κερκιδική και ωλένιο αρτηρία μέσω παράπλευρου δικτύου. Αυτός είναι ο λόγος που σε εμβολή βραχιονίου αρτηρίας που εντοπίζεται στον διχασμό της η βαρύτητα της ισχαιμίας του άνω άκρου είναι μικρή.
Η βραχιόνιος αρτηρία πορεύεται σπειροειδώς γύρω από το βραχιόνιο οστό, πρώτα επί τα εντός και ελαφρώς πίσω του, στην συνέχεια επί τα εντός του και τέλος μπροστά από το οστό. Στο 25 % των ανθρώπων ανευρίσκεται διπλή βραχιόνιος αρτηρία.
Αρτηρίες αντιβραχίου και καρπού
Οι αρτηρίες του αντιβραχίου είναι η κερκιδική και η ωλένιος αρτηρία οι οποίες σχηματίζουν το επιπολής και το εν τω βάθει παλαμιαίο τόξο στην άκρα χείρα που αιματώνει με την σειρά του τα δάκτυλα. Στα περισσότερα θηλαστικά, η ωλένιος αρτηρία είναι μικρότερη από την κερκιδική αρτηρία. Στους πιθήκους, τα δύο αγγεία έχουν περίπου το ίδιο πάχος. Μόνο στον άνθρωπο, η ωλενιος αρτηρία είναι πιο ανεπτυγμένη από την κερκιδική και αυτό εξηγείται από τις αυξημένες λειτουργίες των δακτύλων της άκρας χείρας στους ανθρώπους.
Η κερκιδική αρτηρία στο 14% των περιπτώσεων εκφύεται πιο κεντρικά και συγκεκριμένα στο 2% από την μασχαλιαία αρτηρία και στο 12% από την μεσότητα της βραχιονίου αρτηρίας. Στο 2.6% των περιπτώσεων παρατηρείται υψηλή εκβολή της ωλενίου αρτηρίας. Το παλαμιαίο τόξο στο 80% των περιπτώσεων είναι πλήρες. Στο 35.5% των περιπτώσεων σχηματίζεται από την ωλένιο αρτηρία και τον επιπολής παλαμιαίο κλάδο της κερκιδικής αρτηρίας. Στο 37% σχηματίζεται μόνο από την ωλένιο αρτηρία. Στην διαμόρφωση του παλαμιαίου τόξο σημασία κατέχει και ο κυριότερος κλάδος της ωλενίου αρτηρίας, η μεσόστεος αρτηρία στο 3% των περιπτώσεων.