Υπερηχογραφική εξέταση αρτηριών κάτω άκρων

Η εξέταση των αρτηριών των κάτω άκρων γίνεται για τρεις λόγους, για ανίχνευση παθολογίας, σε αξιολόγηση των αγγείων για στρατηγικό σχεδιασμό της επέμβασης και για παρακολούθηση μετά από αγγειοχειρουργικές και ενδαγγειακές επεμβάσεις.


Πρωτόκολο εξέτασης: Για τις αρτηρίες της πυέλου χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε κυρτό ηχοβολέα (convex) με συχνότητα 3.5-5 MHz. Σε αρτηρίες χωρίς νόσο χρειαζόμαστε το κατάλληλο PRF( Pulse Repetition frequency) και Gain. H εξέταση γίνεται με τον ασθενή σε ύπτια θέση και μετά από περίοδο ανάπαυσης για την πρόληψη ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων λόγω αντιδραστικής υπεραιμίας. Αν υπάρχει αιμοδυναμικά σημαντική στένωση πάνω από τον βουβωνικό σύνδεσμο, αυτή μπορεί να ανιχνευθεί πολύ γρήγορα με την λήψη φάσματος (spectral Doppler) από την κοινή μηριαία αρτηρία. Εάν το φάσμα είναι τριφασικό με μέγιστη συστολική ταχύτητα (PSV-Peak Systolic Velocity) τουλάχιστον 70 cm/s (πάντα σε σύγκριση με το ετερόπλευρο σκέλος), αυτό αποκλείει αιμοδυναμικά σημαντική στένωση στο επίπεδο της πυέλου με μεγάλο βαθμό ευαισθησίας. Συνήθως η εξέταση αρχίζει με την ανίχνευση της αορτής και του αορτικού διχασμού στο επίπεδο του ομφαλού (εγκάρσιο πλάνο) και συνεχίζεται με την εξέταση της κοινής και έξω λαγονίου αρτηρίας σε επιμήκη λήψη. Eάν υπάρχει αέρα από το έντερο παράγεται σκέδαση και εξασθένηση του σήματος που μειώνει την ευκρίνεια γι΄αυτό καλό είναι να πιέζουμε τον ηχοβολέα ή να τον μετατοπίζουμε μακριά από αυτά. Επειδή η λαγόνιες αρτηρίες έχουν κυρτή πορεία, είναι δύσκολο να επιτευχθεί μικρή γωνία με το Doppler ιδιαίτερα στο επίπεδο του διχασμού στην έξω και έσω λαγόνιο αρτηρία. Σημεία που πρέπει να μελετηθούν ιδιαιτέρως είναι η έκφυση της κοινής λαγονίου αρτηρίας και η αρχή της έξω λαγονίου αρτηρίας.
Για τις αρτηρίες κάτωθεν του βουβωνικού συνδέσμου, χρειάζεται γραμμικός ηχοβολέας υψηλών συχνοτήτων 5-7.5 Μηz αλλά αυτό εξαρτάται και από το πάχος του ασθενούς. Οι γραμμικοί ηχοβολείς έχουν επιλογή στροφής της δέσμης (beam steering) για καλύτερη γωνία πρόπτωσης. Οι κυρτοί ηχοβολείς δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα αλλά έχουν το πλεονέκτημα της γρήγορης γωνίας διόρθωσης κάτω από τις 60 μοίρες με απλή γωνίωση του ηχοβολέα. Η μηριαία αρτηρία και η πρόσθια κνημιαία αρτηρία εξετάζονται με τον ασθενή σε ύπτια θέση ενώ όλες οι άλλες αρτηρίες εξετάζονται με τον ασθενή σε πρηνή θέση με ελαφρά ανύψωση της γάμπας (συνήθως με μαξιλαράκι κάτω από τους αστραγάλους). Γενικά, οι αρτηρίες εξετάζονται πρώτα σε εγκάρσιο πλάνο. Το Gain και το PRF ρυθμίζονται ώστε ντο αγγείο να έχει χρωματισμό χωρίς aliasing (φαινόμενο ψευδούς κορεσμού). Είναι δυνατή η γρήγορη ανίχνευση διάτασης του αγγείου, μεγάλης στένωσης (aliasing) ή και απόφραξης. Στην συνέχεια ακολουθεί η επιμήκης λήψη του αγγείου με επαρκή γωνία πρόπtωσης και διόρθωση της γωνίας Doppler.
Μετά από μια περίοδο ηρεμίας περίπου 5 λεπτών, ανιχνεύουμε σε εγκάρσια λήψη της κοινή μηριαία αρτηρία εγκάρσια και ακολουθεί λήψη μέχρι τον διχασμό. Γίνεται προσπάθεια λήψης με τέτοιο τρόπο (ο ηχοβολέας να είναι λίγο προς τα έσω στο μηρό) ώστε να απεικονιστεί η εν τω βάθει μηριαία αρτηρία (η οποία εκφύεται από το οπιθοέξω τμήμα της κοινής μηριαίας αρτηρίας) να βρίσκεται ακριβώς πίσω από την επιπολής μηριαία αρτηρία. Με αυτόν τον τρόπο σε επιμήκη λήψη ο διχασμός απεικονίζεται ως διχάλα που επιτρέπει την αναγνώριση των αγγείων αφενός και αφετέρου με την διόρθωση της γωνίας να λάβουμε φάσματα για πιθανές στενώσεις ιδίως στην έκφυση της εν τω βάθει μηριαίας αρτηρίας. Εάν υπάρχει απόφραξη της επιπολής μηριαίας αρτηρίας θα πρέπει να πάρουμε λήψεις της εν τω βάθει μηριαίας αρτηρίας μέχρι την μέση μοίρα της για να ανιχνευθεί εάν υπάρχει στένωση περιφερικά. Όλη η επιπολής μηριαία αρτηρία εξετάζεται σε επιμήκη λήψη μέχρι τον πόρο των προσαγωγών. Λόγω των δομών στο ύψος του πόρου των προσαγωγών ίσως να χρειαστεί ρύθμιση του Gain (Scattering and attenuation δηλαδή σκέδαση και εξασθένηση). Μέσα στον πόρο των προσαγωγών, το αγγείο είναι προτιμότερο να απεικονιστεί με γύρισμα του μηρού προς τα έξω και ελαφρά κάμψη του γόνατος.
Η ιγνυακή αρτηρία απεικονίζεται καλύτερα με τον ασθενής σε πρηνή θέση. Η φλέβα είναι πίσω και έσω από την αρτηρία.Εναλλακτικά, μπορεί να γίνει απεικόνιση με τον ασθενή σε ύπτια θέση και κάμψη του γόνατος 30-60 μοίρες. Καθώς η πρόσθια κνημιαία αρτηρία εκφύεται από την πρόσθιο-έξω μεριά της ιγνυακής αρτηρίας, η αρχή της απεικονίζεται μακριά από τον ηχοβολέα.Η αρχή της πρόσθιας κνημιαίας αρτηρίας είναι υψηλή σε άτομα με κοντή τρίτη μοίρα της ιγνυακής αρτηρίας ή χαμηλή σε άτομα με μακριά τρίτη μοίρα της ιγνυακής. Σε ένα 4%των ανθρώπων, και οι τρεις κνημιαίες αρτηρίες εκφύονται ταυτόχρονα από την ιγνυακή αρτηρία (τριχασμός). Η ιγνυακή αρτηρία φού διαπεράσει τον μεσόστεο υμένα, έχει κάθετη πορεία προσθιοέξω . Το κνημοπερονιαίο στέλεχος ποικίλλει σε μήκος από 1-5 εκατοστά. Ο διχασμός του σε οπίσθια κνημιαία και περονιαία αρτηρία αναγνωρίζεται με τον ηχοβολέα σε εγκάρσια απεικόνιση. Στην συνέχεια τα αγγεία απεικονίζονται επιμήκως. Εάν κατά την απεικόνιση εξαφανιστεί το αγγείο, ο ηχοβολέας γυρνά σε εγκάρσια απεικόνιση για να ξαναβρεθεί. Οι ακουστικές σκιές της κνήμης και περόνης χρησιμεύουν ως σημεία προσανατολισμού για να απεικονιστούν τα αγγεία. Άλλη βοήθεια προσφέρει η υπερηχοική εν τω βάθει περιτονία. Δυο λήψεις φάσματος, μια κεντρικά και μια περιφερικά αρκούν για την ανίχνευση στενώσεων. Η ραχιαία αρτηρία του ποδός και η οπίσθια κνημιαία αρτηρία στο ύψος των σφυρών ανιχνεύονται με γραμμικό ηχοβολέα υψηλών συχνοτήτων με τον ασθενή σε ύπτια θέση. Πρώτα ανιχνεύονται σε εγκάρσια λήψη και λαμβάνονται φάσματα σε επιμήκη λήψη.


Φυσιολογικά ευρήματα από το Triplex των λαγονίων αρτηριών και αρτηριών των κάτω άκρων: Η ροή στις αρτηρίες των άκρων είναι σφυγμική και σχεδόν στρωτή λόγω των υψηλών περιφερικών αντιστάσεων, κάτι που αντιπροσωπεύεται στο σήμα του Doppler από την τυπική τριφασική μορφή που αποτελείται από ένα οξύ συστολική upslope και ταχεία επαναφορά στην βασική γραμμή ακολουθούμενο από μια βραχεία διαστολική αναστροφή της ροής και ακολούθως από μια διαστολική ροή προς τα πρόσω με βάθος και διάρκεια που εξαρτάται από την περιοχή που αιματώνει η αρτηρία που εξετάζεται. Η πρώιμη διαστολική ροή προς τα πίσω είναι χαρακτηριστική της ροής υψηλής αντίστασης. Η διαστολική ροή προς τα μπρος που παρατηρείται στην όψιμη διαστολική φάση εξαρτάται όχι μόνο από την περιφερική αντίσταση (που και αυτή εξαρτάται από τον συμπαθητικό τόνο) αλλά κυρίως από την ενδοτικότηταα της αορτής (compliance).
O χαρακτήρας της κυματομορφής Doppler ποικίλλει ανάλογα με την ελαστικότητα του αγγείου και την περιφερική αντίσταση και επηρεάζεται από συστηματικές και τοπικές κυκλοφορικές επιδράσεις (πυρετός, υπερθυρεοειδισμός, φλέγμων). Η ποσότητα της ροής που υπάρχει στην διαστολική φάση επηρεάζεται από φυσιολογικές παραμέτρους όπως ο συμπαθητικός τόνος και ο καρδιακός ρυθμός. Επιπρόσθετα, ο τύπος της ροής επηρεάζεται από την αναλογία δέρματος προς μύες που αιματώνει το εξεταζόμενο αγγείο, γι΄αυτό και η διαστολική ροή είναι υψηλότερη στην εν τω βάθει μηριαία αρτηρία απ΄ότι στην επιπολής μηριαία αρτηρία. Αν και το τριφασικό σήμα παραμένει σταθερό μέχρι τον άκρο πόδα σε φυσιολογικά άτομα, οι διάμετροι των αρτηριών και η τελοσυστολική ταχύτητα είναι διαφορετικές κατά μήκος του αρτηριακού δένδρου.

Oι μέσες διάμετροι των υπό εξέταση αρτηριών των κάτω άκρων και οι μέσες συστολικές ταχύτητες φαίνονται στον πίνακα και οφείλει ο αγγειοχειρουργός να τις γνωρίζει γιατί σε ένα στενωτικό τμήμα εάν διπλασιαστεί η ταχύτητα (PSV) σε σχέση με την περιοχή προ της στένωσης, αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για αιμοδυναμικά σημαντική στένωση.

Έξω λαγόνιος αρτηρία0.85+0.1116+30
Κοινή μηριαία αρτηρία0.81+ 0.15112+23
Εγγύς επιπολής μηριαία αρτηρία0.65+0.1595+16
Εγγύς εν τω βάθει μηριαία αρτηρία0.55+.0.1595+21
Ιγνυακή αρτηρία0.58+ 0.1272+12


Άλλος δείκτης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράμετρος αποφρακτικών και μεταποφρακτικών αλλαγών στην αιματική ροή είναι ο δείκτης επιτάχυνσης (Acceleration Index). Εάν μια στένωση είναι αιμοδυναμικά σημαντική ή υπάρχει απόφραξη, τότε μετά την βλάβη υπάρχει μείωση στην τελοσυστολική ταχύτητα και υπάρχει καθυστερημένο συστολικό κύμα. Άρα σε αυτή την περίπτωση ο δείκτης επιτάχυνσης θα είναι καθυστερημένος.Ο δείκτης επιτάχυνσης είναι το χρονικό διάστημα από την έναρξη του συστολικού κύματος έως το μέγιστο σημείο της συστολής (first peak).
O δείκτης σφυγμικότητας (Ρulsatility Index PI) χρησιμοποιείται για να περιγράψει την σφυγμικότητα της ροής (Ο τύπος είναι ένα κλάσμα όπου ο αριθμητής είναι η αφαίρεση της τελοδιαστολικής ταχύτητας από την τελοσυστολική ταχύτητα και ο παρονομαστής η μέση ταχύτητα της ροής (Mean Flow Velocity) και στα περισσότερα μηχανήματα μετράται αυτόματα). Καθώς υπάρχει μεταστενωτικά η μείωση της τελοσυστολικής ταχύτητας ακολουθείται από αύξηση της τελοδιαστολικής ταχύτητας λόγω διάτασης των αρτηριολίων και της ακολουθούμενης πτώσης των περιφερικών αντιστάσεων, το τριφασικό σήμα γίνεται μονοφασικό και ο βαθμός αυτής της αλλαγής σχετίζεται με τον δείκτη σφυγμικότητας.


Παθολογικά ευρήματα από το Triplex των λαγονίων αρτηριών και αρτηριών των κάτω άκρων: Κατ΄αρχάς το triplex αρτηριών χρησιμοποιείται για την διάγνωση πιθανόν στενώσεων ή αποφράξεων στο αρτηριακό δένδρο των κάτω άκρων σε ασθενείς με συμπτώματα και σημεία περιφερικής αρτηριοπάθειας ή αορτολαγονίου νόσου. Επίσης χρησιμοποιείται για την διάγνωση μη αθηροσκληρωτικών νόσων των αρτηριών των κάτω άκρων.
Αρτηρίες Πυέλου: Μεμονωμένες στενωτικές βλάβες σε αυτό το επίπεδο αφορούν την κοινή λαγόνιο αρτηρία στο 54% των περιπτώσεων, της έξω λαγόνιο αρτηρία στο 21% των περιπτώσεων και την έσω λαγόνιο αρτηρία στο 13% των περιπτώσεων. Σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι 50% συνδυάζεται με στενωτικές αθηροσκληρωτικές βλάβες στις αρτηρίες κάτωθεν του βουβωνικού συνδέσμου. Γενικά, μια τελοσυστολική ταχύτητα άνω των 180
cm/s και/ή διπλασιασμός της τελοσυστολικής ταχύτητας υποδηλώνει αιμοδυναμικά σημαντική στένωση. Εάν λόγω των αερίων στο έντερο δεν μπορούν να ληφθούν φάσματα από τις λαγόνιες αρτηρίες μπορεί να γίνει αξιολόγηση των μεταστενωτικών κυμάτων(εάν υπάρχει στένωση) από την εγγύς κοινή μηριαία αρτηρία ή την έξω λαγόνιο αρτηρία. Εάν το κύμα που λαμβάνεται είναι τριφασικό με οξεία άνοδο της συστολικής φάσης και η τελοσυστολική ταχύτητα είναι πάνω από 80 cm/s τότε αποκλείεται αιμοδυναμικά σημαντική στένωση στις λαγόνιες αρτηρίες. Όμως, μπορεί να παρατηρηθεί σε περιπτώσεις πολύ καλού παράπλευρου δικτύου και σε μεγάλες στενώσεις ή αποφράξεις που έχουν γίνει χρονίως, διατήρηση του τριφασικού φάσματος το οποίο όμως είναι μειωμένο σε σχέση με το άλλο φυσιολογικό σκέλος. Εάν η στένωση είναι κάτω από 60%, δεν επηρεάζεται το φάσμα περιφερικά της στένωσης. Εάν η στένωση είναι μεγάλη, τότε η ροή θα είναι μειωμένη και το φάσμα που λαμβάνεται θα έχει λιγότερη οξεία συστολική άνοδο και καθυστερημένη διαστολική πτώση με εμμένουσα ροή στην περιφέρεια. Το μονοφασικό σήμα υποδηλώνει περιφερική αγγειοδιαστολή σε απάντηση στην δυσαναλογία της αιματικής παροχής και της απαίτησης σε αίμα. Αυτή η κατάσταση επηρεάζει και το προστενωτικό φάσμα μέσω του παράπλευρου δικτύου. Μετά την άσκηση, ο κνημοβραχιόνιος δείκτης μειώνεται και η ροή γίνεται λιγότερο σφυγμική που οδηγεί σε μονοφασικό σήμα.Μετά από σύντομη ανάπαυση σε απουσία αγγειακού προβλήματος, ο κνημοβραχιόνιος δείκτης επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα. Γι΄αυτό το λόγο απαιτείται μια περίοδος ανάπαυσης γύρω στα 3 λεπτά πριν την έναρξη της εξέτασης με το triplex. Σε εγγύς στένωση της λαγονίου αρτηρίας υπάρχει καθυστερημένη επάνοδος του σήματος.
Ένας δεύτερος τρόπος ανίχνευσης σημαντικής στένωσης στο λαγόνιο επίπεδο είναι ο υπολογισμός του δείκτη σφυγμικότητας της κοινής μηριαίας αρτηρίας. Εάν ο δείκτης είναι μεγαλύτερος από 5.5 τότε αποκλείεται αιμοδυναμικά σημαντική στένωση.Στον φυσιολογικό πληθυσμό, ο δείκτης σφυγμικότητας είναι 5.5+ 3.5, σε μεμονωμένη στένωση στο λαγόνιο επίπεδο ο δείκτης είναι 2.8 + 1.6 και 2.3 + 1 σε στενώσεις στο λαγόνιο επίπεδο και σε στένωση στο άνω τμήμα του μηρού.Σε μεμονωμένη απόφραξη της κοινής μηριαίας αρτηρίας ο δείκτης σφυγμικότητας είναι 6.3+ 2.6. Εάν υπάρχει καλό παράπλευρο δίκτυο ο δείκτης σφυγμικότητας αυξανεται οδηγώντας σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Εάν ο δείκτης σφυγμικότητας είναι στο 4 (Cutoff) , η ευαισθησία είναι 94% και η ειδικότητα 82% στην ανίχνευση μεμονωμένη βλάβης στο αορτολαγόνιο επίπεδο.
Πρώτα θα πρέπει να γίνουν μετρήσεις της ταχύτητας στις λαγόνιες αρτηρίες και ιδιαίτερα στο επίπεδο της στένωσης. Σε απόφραξη της έξω λαγονίου αρτηρίας πιθανό να δημιουργείται παράπλευρη κυκλοφορία από την έξω περισπώμενη του μηρού αρτηρία
όποτε ανιχνεύεται παλίνδρομη ροή στην αρχή της εν τω βάθει μηριαίας αρτηρίας. Αυτό καταγράφεται στο Doppler ως αναστροφή της ροής με μονοφασικό χαρακτήρα.
Αρτηρίες κάτω άκρων: Τα πιο συνήθη σημεία στένωσεων λόγω αθηροσκλήρωσης στο μηριαίο επίπεδο είναι οι εκφύσεις της επιπολής και εν τω βάθει μηριαίας αρτηρίας στο διχασμό της κοινής μηριαίας αρτηρίας καθώς και στο ύψος του πόρου των προσαγωγών. Μεμονωμένη στένωση της κοινής μηριαίας αρτηρίας είναι σπάνια (4%), συνήθως συνυπάρχουν βλάβες στην επιπολής μηριαία αρτηρία αλλά και στις αρτηρίες της κνήμης. Με το B-Mode, μπορούν να ανιχνευθούν ανωμαλίες στο τοίχωμα της αρτηρίας, παρουσία πλακών και πάχυνση του ενδοθηλίου. Εάν η πλάκα είναι ηχογενής, μη ασβεστοποιημένη σε μεγάλο αγγείο τότε μπορεί να γίνει αδρή εκτίμηση της στένωσης της αρτηρίας, η ακριβή όμως αξιολόγηση της στένωσης θα γίνει με τα φάσματα Doppler. Σε διαβητικούς, παρατηρείται ασβεστοποίηση του μέσου χιτώνα του τοιχώματος γι ΄αυτό και υπερηχογραφικά ανιχνεύεται ανομοιογενή και ανώμαλη πάχυνση του τοιχώματος με σκέδαση και ακουστική σκιά καθώς και διαταραγμένη απεικόνιση ροής στο color duplex.

Στο color duplex, υπάρχει φυσιολογικά το χαρακτηριστικό τριφασικό σήμα λόγω της αυξημένης περιφερικής αντίστασης. Όταν μειώνεται το εμβαδόν διατομής του αγγείου λόγω της στένωσης, τότε αυξάνεται η ροή και γίνεται πιο στροβιλώδης. Με 40-50% στένωση παρατηρείται πολύ μικρή αύξηση στην ταχύτητα της ροής και πρακτικά τέτοιες στενώσεις δεν έχουν επίδραση στο προφίλ της ροής.
λιγότερο σφυγμική και πιο στροβιλώδης. Σε μείωση του εμβαδόν διατομής κατά 75% ( μείωση διαμέτρου κατά 50%), υπάρχει στην περιοχή της στένωσης αύξηση της τελοσυστολικής ταχύτητας πάνω από 100% σε σχέση με το προστενωτικό τμήμα του αγγείου. Με την αύξηση της στένωσης, η ροή γίνεται όλο και λιγότερο σφυγμική καταλήγοντας σε μονοφασικό σήμα μεταστενωτικά λόγω αγγειοδιαστολής περιφερικά. Το μεταστενωτικό σήμα οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι μπορεί να γίνει μονοφασικό σε ύπαρξη λοίμωξης του ποδιού περιφερικά, πυρετό, υπερκυκλοφορία. Η υψηλού βαθμού στένωση χαρακτηρίζεται από ύπαρξη μωσαϊκού χρωμάτων και aliasing. Για πιο ακριβή μέτρηση του βαθμού της στένωσης, χρησιμοποιούμε την μέτρηση του φάσματος με το Spectral Doppler.
Κεντρικά της υψηλού βαθμού στένωσης, η ροή μπορεί να γίνει λιγότερο σφυγμική λόγω αλλαγών στην περιφερική αντίσταση. Η οξεία συστολική κορυφή παραμένει αναλλοίωτη. Όταν δεν υπάρχει ικανό παράπλευρο δίκτυο, μπορεί να παρατηρηθεί έντονη σφυγμικότητα προστενωτικά ή η ροή παρατηρείται να είναι πέρα δώθε (to and fro flow) σαν να χτυπά σε τοίχο.
Περιφερικά της στένωσης, χάνεται το τριφασικό σήμα και γίνεται μονοφασικό με στροβιλώδη ροή. Ανάλογα με το βαθμό της στένωσης, το μεταστενωτικό σήμα Doppler θα δείξει μειωμένη τελοσυστολική ταχύτητα, καθυστερημένη άνοδος στην μέγιστη συστολική ταχύτητα και μειωμένη σφυγμικότητα έως και μονοφασική ροή. Σε μεγάλες αρτηρίες όπως η λαγόνιος ή η κοινή μηριαία αρτηρία, σε μεγάλου βαθμού στένωση εμφανίζεται το φαινόμενο κομφετί έξω από το αγγείο λόγω δονήσεων από τους ιστούς. Η απώλεια της σφυγμικότητα περιφερικά της στένωσης ή απόφραξης οφείλεται σε μείωση των περιφερικών αντιστάσεων λόγω παράπλευρου δικτύου ή μειωμένου αρτηριακού τόνου καθώς και πτώση της πίεσης.
Για να διαγνωστεί αιμοδυναμικά σημαντικά στένωση πάνω από 50%, συνήθως χρησιμοποιείται η τελοσυστολική ταχύτητα PSV>180-200 cm/sec ή ο διπλασιασμός της PSV σε σχέση με το προστενωτικό τμήμα. Όταν η στένωση είναι πάνω από 75% η PSV>350 cm/sec και το PSV Ratio είναι πάνω από 4.
Εάν είναι αποφραγμένη η επιπολής μηριαία αρτηρία, η εν τω βάθει μηριαία αρτηρία να λαμβάνει τον ρόλο της κύριας αρτηρίας αιμάτωσης του ποδιού και επομένως αυξάνεται η μέση ταχύτητα ροής κατά 100%. Ακολούθως λόγω πτώσης των περιφερικών αντιστάσεων, η ροή είναι λιγότερο σφυγμική λόγω πτώσης των περιφερικών αντιστάσεων. Η διαμόρφωση της πλάκας (ομόκεντρη ή έκκεντρη)είναι ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τον βαθμό της αύξησης της τελοσυστολικής ταχύτητας μέσα στη στένωση. Μια ομόκεντρη πλάκα που προκαλεί τον ίδιο βαθμό στένωσης με μια έκκεντρη πλάκα ως μείωση της διαμέτρου οδηγεί σε αύξηση της ταχύτητας της ροής οδηγεί σε μεγαλύτερη αύξηση της ταχύτητας ροής δια της στένωσης. Αυτό συμβαίνει γιατί η μείωση της διαμέτρου κατά 50% στον αρτηριακό αυλό προκαλεί μείωση κατά 75% στην συνολική επιφάνεια διατομής όταν η πλάκα είναι ομόκεντρη ενώ εάν η πλάκα είναι έκκεντρη, η μείωση στην επιφάνεια διατομής είναι 50%. Η τελοσυστολική ταχύτητα μέσα στην στένωση αντανακλά της μείωση της συνολικής επιφάνειας διατομής του αγγείου γι αυτό και το Duplex Scanning δείχνει καλύτερα τον βαθμό σοβαρότητας της στένωσης σε σχέση με την αγγειογραφία.


Ευρήματα από το Spectral Doppler των αρτηριών της κνήμης: Η υπερηχογραφική εκτίμηση των αρτηριών της κνήμης γίνεται για την ανίχνευση στενωτικών αθηροσκληρωτικών αλλοιώσεων καθώς και για την διερεύνηση πιθανών αρτηριών δεκτών για πιθανό bypass. H διερεύνηση αρχίζει με την λήψη φασμάτων με το Doppler της ραχιαίας του ποδός και της οπίσθιας κνημιαίας αρτηρίας στο επίπεδο των σφυρών. Τα σήματα Doppler συγκρίνονται με τα φάσματα που λαμβάνονται στην ιγνυακή αρτηρία. Εν συνεχεία, λαμβάνονται σήματα από τις αρτηρίες της κνήμης κεντρικά για σύγκριση με τα σήματα των ίδιων αρτηριών περιφερικά. Τέλος, εάν είναι δυνατόν γίνεται προσπάθεια εύρεσης μεμονωμένων στενώσεων. Εάν γίνεται διερεύνηση για πιθανό distal bypass προσπαθούμε να βρούμε την αρτηρία-στόχο με την μεγαλύτερη αρτηριακή ροή στην περιοχή των σφυρών. Η αρτηρία αυτή ελέγχεται από το σφυρό και προς τα πάνω χρησιμοποιώντας ρυθμίσεις χαμηλής ροής για να βρεθούν βλάβες/στενώσεις ή να καθοριστεί το καλύτερο σημείο για το distal bypass.
Εάν ο ασθενής είναι διαβητικός και υπάρχει εκσεσημασμένη ασβέστωση η υπερηχογραφική αξιολόγηση των αρτηριών της κνήμης δυσχαιρένεται ιδιαίτερα λόγω ακουστικής σκιάς.
Επίδραση του παράπλευρου δικτύου στο φάσμα του Doppler: Σε ένα προστενωτικό τμήμα της αρτηρίας εάν λάβουμε σήμα από σημείο πριν την έναρξη του παράπλευρου δικτύου, το κύμα θα είναι μονοφασικό με εμμένουσα διαστολική ροή λόγω απώλειας των περιφερικών αντιστάσεων. Η συστολική ροή θα είναι υψηλή με γρήγορη μετατόπιση στην μέγιστη ταχύτητα. Όταν λαμβάνεται σήμα Doppler σε προστενωτικό σημείο που είναι ανάμεσα στην έναρξη του παράπλευρου δικτύου τότε η ροή θα είναι πιο σφυγμική λόγω υψηλών περιφερικών αντιστάσεων. Ο όγκος ροής στο αμέσως προστενωτικό τμήμα θα μειώνεται όσο αυξάνεται το παράπλευρο δίκτυο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η τελοσυστολική ταχύτητα θα είναι μικρότερη μέσα στη στένωση απ΄ότι σε στένωση ιδίου βαθμού με μικρό ή καθόλου παράπλευρο δίκτυο.
Απόφραξη αγγείου: Σε απόφραξη αγγείου το color Duplex και Doppler θα δείξουν απουσία ροής. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η αποτυχία ανάδειξης ροής μπορεί να
οφείλεται σε εσφαλμένη ρύθμιση του μηχανήματος(gain, PRF) ή τεχνική αδυναμία του color Duplex σε επασβεστωμένες βλάβες.
Παρακολούθηση μοσχεύματος bypass: Στην μετεγχειρητική παρακολούθηση του μοσχεύματος θα πρέπει να γνωρίζουμε για τα συνθετικά μοσχεύματα αρκεί να μελετήσουμε τα αναστομωτικά σημεία, για τα φλεβικά μοσχεύματα όμως θα πρέπει να μελετήσουμε όλο το μόσχευμα. Εάν το PSV<45 cm/s ή εάν το PSV ratio είναι πάνω από 2 , η στένωση είναι μετρίου βαθμού, εάν δε είναι πάνω από 4 τότε είναι μεγάλου βαθμού. Εάν το PSV είναι πάνω από 3.5, στένωση είναι πάνω από 70%. Άρα στη εξέταση του μοσχεύματος, εάν το σήμα είναι τριφασικό και το PSV>45 cm/s, τότε είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρχει στένωση στο μόσχευμα. Εάν , το σήμα δεν είναι τριφασικό και η τελοσυστολική ταχύτητα είναι μικρή τότε θα πρέπει να ελεγχθεί όλο το μόσχευμα. Εάν αναγνωριστεί μονοφασικό φάσμα, μπορεί επίσης να μην υπάρχει στένωση στο μόσχευμα ειδικά εάν το bypass έγινε σε ασθενείς με πολυεστιακή νόσο και φτωχή αιμάτωση στην περιφέρεια λόγω συνυπάρχουσας βλάβης σε περιφερικό επίπεδο.